- έξαρμα
- το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω]1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμαειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» — το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού παρατηρητή, που είναι ίσο με τη γωνία που σχηματίζει ο άξονας τής γης και ο ορίζοντας ή με το γεωγραφικό πλάτος τού τόπουμσν.(για λόγο) ύψος, ένταση, όγκος, έξαρσηαρχ.(για πρόσ.) έξοχο πλεονέκτημα.
Dictionary of Greek. 2013.